Jump to content

συνταγματικότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συνταγματικότητα (syntagmatikótitaf (uncountable)

  1. (politics) constitutionality
    Antonym: αντισυνταγματικότητα (antisyntagmatikótita)

Declension

[edit]
singular
nominative συνταγματικότητα (syntagmatikótita)
genitive συνταγματικότητας (syntagmatikótitas)
accusative συνταγματικότητα (syntagmatikótita)
vocative συνταγματικότητα (syntagmatikótita)
[edit]