Jump to content

ιστιοδρομία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ιστιοδρομία (istiodromíaf (plural ιστιοδρομίες)

  1. yacht racing

Declension

[edit]
singular plural
nominative ιστιοδρομία (istiodromía) ιστιοδρομίες (istiodromíes)
genitive ιστιοδρομίας (istiodromías) ιστιοδρομιών (istiodromión)
accusative ιστιοδρομία (istiodromía) ιστιοδρομίες (istiodromíes)
vocative ιστιοδρομία (istiodromía) ιστιοδρομίες (istiodromíes)
[edit]

See also

[edit]