ιστιοδρομία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ιστιοδρομία • (istiodromía) f (plural ιστιοδρομίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιστιοδρομία (istiodromía) | ιστιοδρομίες (istiodromíes) |
genitive | ιστιοδρομίας (istiodromías) | ιστιοδρομιών (istiodromión) |
accusative | ιστιοδρομία (istiodromía) | ιστιοδρομίες (istiodromíes) |
vocative | ιστιοδρομία (istiodromía) | ιστιοδρομίες (istiodromíes) |
Related terms
[edit]- ιστιοπλοΐα f (istioploḯa, “yachting”)
- and see: ιστός m (istós, “mast”)
See also
[edit]- γιοτ n (giot, “yacht”)