ερμαφρόδιτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ερμαφρόδιτος (ermafróditosm (feminine ερμαφρόδιτη, neuter ερμαφρόδιτο)

  1. hermaphrodite
    Synonym: αρσενικοθήλυκος (arsenikothílykos)
  2. androgenous

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ερμαφρόδιτος (ermafróditos) ερμαφρόδιτη (ermafróditi) ερμαφρόδιτο (ermafródito) ερμαφρόδιτοι (ermafróditoi) ερμαφρόδιτες (ermafródites) ερμαφρόδιτα (ermafródita)
genitive ερμαφρόδιτου (ermafróditou) ερμαφρόδιτης (ermafróditis) ερμαφρόδιτου (ermafróditou) ερμαφρόδιτων (ermafróditon) ερμαφρόδιτων (ermafróditon) ερμαφρόδιτων (ermafróditon)
accusative ερμαφρόδιτο (ermafródito) ερμαφρόδιτη (ermafróditi) ερμαφρόδιτο (ermafródito) ερμαφρόδιτους (ermafróditous) ερμαφρόδιτες (ermafródites) ερμαφρόδιτα (ermafródita)
vocative ερμαφρόδιτε (ermafródite) ερμαφρόδιτη (ermafróditi) ερμαφρόδιτο (ermafródito) ερμαφρόδιτοι (ermafróditoi) ερμαφρόδιτες (ermafródites) ερμαφρόδιτα (ermafródita)

Coordinate terms

[edit]

Further reading

[edit]