γλύπτρια

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

γλύπτρια (glýptriaf (plural γλύπτριες, masculine γλύπτης)

  1. (art) sculptor

Declension

[edit]
singular plural
nominative γλύπτρια (glýptria) γλύπτριες (glýptries)
genitive γλύπτριας (glýptrias) γλυπτριών (glyptrión)
accusative γλύπτρια (glýptria) γλύπτριες (glýptries)
vocative γλύπτρια (glýptria) γλύπτριες (glýptries)
[edit]