Jump to content

γλυφός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Byzantine Greek γλυφός, βλυχός, γλυχός (gluphós, blukhós, glukhós)

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

γλυφός (glyfósm (feminine γλυφή, neuter γλυφό)

  1. somewhat salty, brackish
    Synonyms: αλμυρούτσικος (almyroútsikos), βλυχός (vlychós), υφάλμυρος (yfálmyros)

Declension

[edit]
Declension of γλυφός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γλυφός (glyfós) γλυφή (glyfí) γλυφό (glyfó) γλυφοί (glyfoí) γλυφές (glyfés) γλυφά (glyfá)
genitive γλυφού (glyfoú) γλυφής (glyfís) γλυφού (glyfoú) γλυφών (glyfón) γλυφών (glyfón) γλυφών (glyfón)
accusative γλυφό (glyfó) γλυφή (glyfí) γλυφό (glyfó) γλυφούς (glyfoús) γλυφές (glyfés) γλυφά (glyfá)
vocative γλυφέ (glyfé) γλυφή (glyfí) γλυφό (glyfó) γλυφοί (glyfoí) γλυφές (glyfés) γλυφά (glyfá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γλυφός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γλυφός, etc.)

Derived terms

[edit]