Jump to content

αυστραλέζικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αυστραλέζικος (afstralézikosm (feminine αυστραλέζικη, neuter αυστραλέζικο)

  1. Australian (relating to Australia or its people)
    Synonym: αυστραλιανός (afstralianós)

Declension

[edit]
Declension of αυστραλέζικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυστραλέζικος (afstralézikos) αυστραλέζικη (afstraléziki) αυστραλέζικο (afstraléziko) αυστραλέζικοι (afstralézikoi) αυστραλέζικες (afstralézikes) αυστραλέζικα (afstralézika)
genitive αυστραλέζικου (afstralézikou) αυστραλέζικης (afstralézikis) αυστραλέζικου (afstralézikou) αυστραλέζικων (afstralézikon) αυστραλέζικων (afstralézikon) αυστραλέζικων (afstralézikon)
accusative αυστραλέζικο (afstraléziko) αυστραλέζικη (afstraléziki) αυστραλέζικο (afstraléziko) αυστραλέζικους (afstralézikous) αυστραλέζικες (afstralézikes) αυστραλέζικα (afstralézika)
vocative αυστραλέζικε (afstralézike) αυστραλέζικη (afstraléziki) αυστραλέζικο (afstraléziko) αυστραλέζικοι (afstralézikoi) αυστραλέζικες (afstralézikes) αυστραλέζικα (afstralézika)
[edit]

Further reading

[edit]