Jump to content

απευκταίος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απευκταίος (apefktaíosm (feminine απευκταία, neuter απευκταίο)

  1. undesired, undesirable

Declension

[edit]
Declension of απευκταίος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απευκταίος (apefktaíos) απευκταία (apefktaía) απευκταίο (apefktaío) απευκταίοι (apefktaíoi) απευκταίες (apefktaíes) απευκταία (apefktaía)
genitive απευκταίου (apefktaíou) απευκταίας (apefktaías) απευκταίου (apefktaíou) απευκταίων (apefktaíon) απευκταίων (apefktaíon) απευκταίων (apefktaíon)
accusative απευκταίο (apefktaío) απευκταία (apefktaía) απευκταίο (apefktaío) απευκταίους (apefktaíous) απευκταίες (apefktaíes) απευκταία (apefktaía)
vocative απευκταίε (apefktaíe) απευκταία (apefktaía) απευκταίο (apefktaío) απευκταίοι (apefktaíoi) απευκταίες (apefktaíes) απευκταία (apefktaía)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απευκταίος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απευκταίος, etc.)

[edit]