Jump to content

ανθρωποφαγικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανθρωποφαγικός (anthropofagikósm (feminine ανθρωποφαγική, neuter ανθρωποφαγικό)

  1. cannibalistic

Declension

[edit]
Declension of ανθρωποφαγικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανθρωποφαγικός (anthropofagikós) ανθρωποφαγική (anthropofagikí) ανθρωποφαγικό (anthropofagikó) ανθρωποφαγικοί (anthropofagikoí) ανθρωποφαγικές (anthropofagikés) ανθρωποφαγικά (anthropofagiká)
genitive ανθρωποφαγικού (anthropofagikoú) ανθρωποφαγικής (anthropofagikís) ανθρωποφαγικού (anthropofagikoú) ανθρωποφαγικών (anthropofagikón) ανθρωποφαγικών (anthropofagikón) ανθρωποφαγικών (anthropofagikón)
accusative ανθρωποφαγικό (anthropofagikó) ανθρωποφαγική (anthropofagikí) ανθρωποφαγικό (anthropofagikó) ανθρωποφαγικούς (anthropofagikoús) ανθρωποφαγικές (anthropofagikés) ανθρωποφαγικά (anthropofagiká)
vocative ανθρωποφαγικέ (anthropofagiké) ανθρωποφαγική (anthropofagikí) ανθρωποφαγικό (anthropofagikó) ανθρωποφαγικοί (anthropofagikoí) ανθρωποφαγικές (anthropofagikés) ανθρωποφαγικά (anthropofagiká)
[edit]