Jump to content

ανασκευαστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανασκευαστικός (anaskevastikósm (feminine ανασκευαστική, neuter ανασκευαστικό)

  1. rebutting, refutatory

Declension

[edit]
Declension of ανασκευαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανασκευαστικός (anaskevastikós) ανασκευαστική (anaskevastikí) ανασκευαστικό (anaskevastikó) ανασκευαστικοί (anaskevastikoí) ανασκευαστικές (anaskevastikés) ανασκευαστικά (anaskevastiká)
genitive ανασκευαστικού (anaskevastikoú) ανασκευαστικής (anaskevastikís) ανασκευαστικού (anaskevastikoú) ανασκευαστικών (anaskevastikón) ανασκευαστικών (anaskevastikón) ανασκευαστικών (anaskevastikón)
accusative ανασκευαστικό (anaskevastikó) ανασκευαστική (anaskevastikí) ανασκευαστικό (anaskevastikó) ανασκευαστικούς (anaskevastikoús) ανασκευαστικές (anaskevastikés) ανασκευαστικά (anaskevastiká)
vocative ανασκευαστικέ (anaskevastiké) ανασκευαστική (anaskevastikí) ανασκευαστικό (anaskevastikó) ανασκευαστικοί (anaskevastikoí) ανασκευαστικές (anaskevastikés) ανασκευαστικά (anaskevastiká)
[edit]