αναλυτός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /analiˈtos/
  • Hyphenation: α‧να‧λυ‧τός

Adjective

[edit]

αναλυτός (analytósm (feminine αναλυτή, neuter αναλυτό)

  1. molten, melted
  2. runny (of a honey)
  3. thin, watery (of a liquid)
  4. loose, untied (of a hair)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναλυτός (analytós) αναλυτή (analytí) αναλυτό (analytó) αναλυτοί (analytoí) αναλυτές (analytés) αναλυτά (analytá)
genitive αναλυτού (analytoú) αναλυτής (analytís) αναλυτού (analytoú) αναλυτών (analytón) αναλυτών (analytón) αναλυτών (analytón)
accusative αναλυτό (analytó) αναλυτή (analytí) αναλυτό (analytó) αναλυτούς (analytoús) αναλυτές (analytés) αναλυτά (analytá)
vocative αναλυτέ (analyté) αναλυτή (analytí) αναλυτό (analytó) αναλυτοί (analytoí) αναλυτές (analytés) αναλυτά (analytá)
[edit]
  • and see: αναλύω (analýo, to analyse, to analyze)