Jump to content

ακάρπιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακάρπιστος (akárpistosm (feminine ακάρπιστη, neuter ακάρπιστο)

  1. still to bear fruit, not yet started to bear fruit
  2. barren, fruitless

Declension

[edit]
Declension of ακάρπιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακάρπιστος (akárpistos) ακάρπιστη (akárpisti) ακάρπιστο (akárpisto) ακάρπιστοι (akárpistoi) ακάρπιστες (akárpistes) ακάρπιστα (akárpista)
genitive ακάρπιστου (akárpistou) ακάρπιστης (akárpistis) ακάρπιστου (akárpistou) ακάρπιστων (akárpiston) ακάρπιστων (akárpiston) ακάρπιστων (akárpiston)
accusative ακάρπιστο (akárpisto) ακάρπιστη (akárpisti) ακάρπιστο (akárpisto) ακάρπιστους (akárpistous) ακάρπιστες (akárpistes) ακάρπιστα (akárpista)
vocative ακάρπιστε (akárpiste) ακάρπιστη (akárpisti) ακάρπιστο (akárpisto) ακάρπιστοι (akárpistoi) ακάρπιστες (akárpistes) ακάρπιστα (akárpista)
[edit]