Jump to content

άτσαλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άτσαλος (átsalosm (feminine άτσαλη, neuter άτσαλο)

  1. untidy, irregular, slovenly
    άτσαλο γράψιμοátsalo grápsimountidy writing

Declension

[edit]
Declension of άτσαλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άτσαλος (átsalos) άτσαλη (átsali) άτσαλο (átsalo) άτσαλοι (átsaloi) άτσαλες (átsales) άτσαλα (átsala)
genitive άτσαλου (átsalou) άτσαλης (átsalis) άτσαλου (átsalou) άτσαλων (átsalon) άτσαλων (átsalon) άτσαλων (átsalon)
accusative άτσαλο (átsalo) άτσαλη (átsali) άτσαλο (átsalo) άτσαλους (átsalous) άτσαλες (átsales) άτσαλα (átsala)
vocative άτσαλε (átsale) άτσαλη (átsali) άτσαλο (átsalo) άτσαλοι (átsaloi) άτσαλες (átsales) άτσαλα (átsala)
[edit]

Further reading

[edit]